- παραστήνω
- βλ. παρασταίνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παραστήνω — παρασταίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραστήσω, υποτακτ. αορ. τού παρίστημι (πρβλ. και παρασταίνω)] … Dictionary of Greek
παρασταίνω — και παριστάνω και παραστήνω παράστησα, παραστάθηκα, παραστημένος 1. παρουσιάζω με λόγια ή με κινήσεις κάτι: Μας παράστησε τα πράγματα πολύ τραγικά. 2. εικονίζω, δείχνω: Είδα και μια παλιά εικόνα· παράσταινε την ανάσταση του Λαζάρου (Γ. Σεφέρης).… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)